- κατύπερθε
- κατύπερθε (Α) επίρρ. ιων. τ. βλ. καθύπερθε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατύπερθε — καθύπερθε from above ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθύπερθε — και πριν από φωνήεν καθύπερθεν, ιων. τ. κατύπερθε (Α) (ποιητ. επίρρ.) 1. από πάνω προς τα κάτω («δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν», Ομ. Ιλ.) 2. πάνω (α. «κατύπερθε «τῶν ὅπλων τοῡ τόνου», Ηρόδ. β. «καθύπερθε Χίου» προς Βορράν τής Χίου, Ομ. Οδ.) 3 … Dictionary of Greek
επιφορώ — ἐπιφορῶ, έω (AM) επισωρεύω («κατύπερθε δὲ ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῡν γῆς ἐπεφόρησε», Ηρόδ.) αρχ. 1. φέρω, προσφέρω 2. συλλαμβάνω ή έχω στην κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φορώ, επαναληπτικό, εμφατικό παράγωγο τού φέρω] … Dictionary of Greek